Επάγγελμα Γεωργός




Τα αγροτικά προϊόντα συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση του ελληνικού εμπορικού ισοζυγίου. Οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων αποτελούν περίπου το 27% των συνολικών εξαγωγών. Κυριότερες κατηγορίες προϊόντων που εξάγονται είναι φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία έτους 2009, οι βασικότεροι εξαγωγικοί μας εταίροι είναι οι Ιταλία, Γερμανία, Τουρκία, Βουλγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο και Κύπρος, όπου απορροφούν περίπου το 50%.



Επιτακτική ανάγκη  η αναδιάρθρωση  του κλήρου

Το μικρό μέγεθος και ο πολυτεμαχισμός του αγροτικού κλήρου της ελληνικής γεωργίας δυσχεραίνουν την ορθή και αποδοτική διαχείριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Θεωρούνται σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες και έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής και τη μη δυνατότητα ωφέλειας από τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας.

Σύμφωνα με έρευνα - καταγραφή της Eurostat (Farm Structure Survey), η διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα το 2007 παρουσιάζει συνοπτικά την παρακάτω εικόνα:

● Συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων: 860.200, που καλύπτουν 4 εκατ. εκτάρια χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης

● Το 2% παράγουν προϊόντα κυρίως για ιδία χρήση και 26% κυρίως για άμεση πώληση

● Το 29% αυτών ασχολούνται με την καλλιέργεια ελιάς και 10% ειδικεύονται στον τομέα των σιτηρών, ελαιούχων σπόρων και πρωτεϊνούχων φυτών

● Το 65% των αγροτικών εκτάσεων καλλιεργείται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους

● Το 29% των ιδιοκτητών είναι γυναίκες

● Το 20% των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων ανέφεραν και άλλη προσοδοφόρα δραστηριότητα.

Μια ακόμη ιδιαιτερότητα της ελληνικής γεωργίας που είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι η αναλογία μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής: στην Ελλάδα είναι 70:30, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ είναι 50:50.

Ο Ρόλος του Σύγχρονου Aγρότη

Ο ιδιοκτήτης ενός αγροκτήματος ή μιας αγροτικής εκμετάλλευσης καλείται καθημερινά να λάβει μια σειρά αποφάσεων, ορισμένες εκ των οποίων αφορούν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό επενδύσεων και παραγωγής προϊόντων. Μεταξύ αυτών αποφάσεις που αφορούν την παραγωγική δραστηριότητα και έχουν μεγάλες επιπτώσεις στο οικονομικό αποτέλεσμα. Αποφάσεις που εμπεριέχουν ένα σημαντικό βαθμό κινδύνου και αβεβαιότητας.

Βασική δραστηριότητα των αγροτών είναι η παραγωγή τροφίμων και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούν δοκιμασμένες παραδοσιακές μεθόδους σε συνδυασμό με σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογίες, ώστε να παράγουν τρόφιμα υψηλής ποιότητας σε προσιτές τιμές. Αυτό προϋποθέτει τον συνδυασμό παραδοσιακών δεξιοτήτων, τεχνικών γνώσεων αλλά και εμπορικού πνεύματος. Όλο και συχνότερα απαιτείται η χρήση τεχνολογιών των πληροφοριών για την παραγωγή και την εμπορική προώθηση των προϊόντων τους. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι σήμερα η αγροτική δραστηριότητα βασίζεται κατά ένα σημαντικό βαθμό στην τεχνολογία και στα μηχανήματα, απαιτείται επενδυτικό κεφάλαιο και συνεπώς σημαντικές γνώσεις αξιολόγησης των επενδύσεων, καθώς και ικανότητες διοίκησης και διαχείρισης.

Τα τελευταία χρόνια απαραίτητες είναι επίσης γνώσεις διαχείρισης γαιών και περιβάλλοντος, όπως και γνώσεις ασφάλειας των τροφίμων, διασφάλισης της καλής υγείας και διαβίωσης των ζώων.

Εξωτερικές Παρεμβάσεις

Παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της υπαίθρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι οι εξελίξεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), η διεύρυνση της ΕΕ αλλά και οι δεσμεύσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade - GATT) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), οι οποίες δεσμεύουν και την Ελλάδα. Σε διεθνές επίπεδο, οι συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

α) Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ):

Οι άμεσες ενισχύσεις εξακολουθούν να αποτελούν σήμερα τον κορμό της ΚΑΠ και το βασικό δίχτυ ασφαλείας του αγροτικού εισοδήματος.

Η χρηματοδότηση της ΚΑΠ απορροφά περίπου το 42% του προϋπολογισμού της ΕΕ και διενεργείται μέσω δυο ταμείων: του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ), που απορροφά το 70% - 80% περίπου της ΚΑΠ και χρηματοδοτεί κυρίως άμεσες ενισχύσεις προς τους γεωργούς και μέτρα ρύθμισης γεωργικών αγορών, και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) που απορροφά 20% - 25% της ΚΑΠ και χρηματοδοτεί τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης. Η στήριξη των αγροτικών τιμών γίνεται όλο και πιο δαπανηρή.

Στα παλαιά μέλη της ΕΈ το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων 45,9% (Πορτογαλία) - 85,5% (Δανία) αφορά άμεσες ενισχύσεις (α’ πυλώνας), ενώ στα νέα μέλη οι αντίστοιχες ενισχύσεις ανέρχονται σε 25,3% (Ρουμανία) – 49,0% (Τσεχία) των συνολικών. Στα νέα μέλη το μεγαλύτερο μέρος απορροφούν τα μέτρα αναδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα (β’ πυλώνας)  38,2% (Κύπρος) – 66,7% (Βουλγαρία), ενώ στα παλιά μόνο 5,8% (Ολλανδία) – 33,4% (Φιλανδία), με εξαίρεση την Αυστρία (42,8%) και την Πορτογαλία (44,5%). Αυτό οφείλεται στη δομή και στις προτεραιότητες της ΚΑΠ.

Η οικονομική εξάρτηση της ελληνικής γεωργίας από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι έντονη. Στην Ελλάδα εισρέουν κάθε χρόνο μέσω της ΚΑΠ 2,4 δισ. ευρώ περίπου και διανέμονται σε 800.000 δικαιούχους. Ο ανταποδοτικός όμως χαρακτήρας των επιδοτήσεων φαίνεται πλέον να είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματικός. Πέραν αυτού, οι συνεχείς καταλογισμοί επιβαρύνουν όλο και περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό και κατ’ επέκταση τον Έλληνα φορολογούμενο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεριμνά για τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των κοινοτικών ταμείων. Η ΚΑΠ διέπεται από μια σειρά αυστηρών δημοσιονομικών διατάξεων. Η μη συμμόρφωση προς τους όρους και τους κανονισμούς της ΚΑΠ οδηγεί σε περικοπές και μειώσεις των επιδοτήσεων. Με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο του 2010, επιβάλλονται σε κράτη – μέλη καταλογισμοί ύψους 578,5 εκατ. ευρώ.

Στη χώρα μας καταλογίζεται το υψηλότερο έως σήμερα ποσό ύψους 347,7 εκατ ευρώ, κυρίως (211 εκατ. ευρώ) για την έλλειψη ενός αξιόπιστου συστήματος αναγνώρισης αγροτεμαχίων (ΟΣΔΕ – Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου) και γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών.

Η διαφάνεια στην καταβολή των αγροτικών ενισχύσεων, όπως και η συμμόρφωση, είναι θέματα που απασχολούν έντονα όχι μόνο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και τον Ευρωπαίο πολίτη.

Ο οργανισμός Farmsubsidy έχει προσδιορίσει ένα δείκτη διαφάνειας –έναν τρόπο σύγκρισης που αφορά στο βαθμό παροχής πληροφοριών σχετικά με το ποιος λαμβάνει τι από την ΚΑΠ. Κατά την κατάταξη των κρατών – μελών, βάσει του προαναφερόμενου δείκτη, μια χώρα εμφανίζει δείκτη διαφάνειας 35% όταν απλά ακολουθεί την κείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση κατάταξης όσον αφορά στη διαφάνεια στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων.

β) Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) – Γύρος Doha

Στα πλαίσια του ΠΟΕ, πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα στους γνωστούς «γύρους» διαπραγμάτευσης, καθένας από τους οποίους διαρκεί αρκετά χρόνια. Ο τελευταίος, ο Γύρος της Ντόχα, που ξεκίνησε το 2001, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2011. Έχει ως στόχο την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου και την ενσωμάτωση των αναπτυσσόμενων χωρών στη διεθνή οικονομία. Προσδοκεί τη βελτίωση της πρόσβασης στις ξένες αγορές μέσω της μείωσης ή πλήρους εξάλειψης των δασμολογικών μέτρων που επιβάλλουν οι χώρες για την προστασία της εγχώριας παραγωγής, τον περιορισμό των μέτρων για την εσωτερική στήριξη και τον περιορισμό των μέτρων εξωτερικής στήριξης με σκοπό την πλήρη εξάλειψη όλων των μορφών επιδοτήσεων των εξαγωγών που στρεβλώνουν το διεθνές εμπόριο.

Επίσημος διαπραγματευτής της ενωμένης Ευρώπης είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η χώρα μας όπως όλα τα κράτη – μέλη συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των θέσεων και των επιχειρημάτων της ΕΕ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την Ελλάδα εμφανίζουν οι διαπραγματεύσεις που αφορούν το βαμβάκι, λόγω της μερικής και όχι πλήρους αποσύνδεσης των ενισχύσεων από την παραγωγή.



Η εικόνα της απασχόλησης στον ευρωπαϊκό αγροτικό τοµέα

Κατά την περίοδο 2000 – 2009, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα στις χώρες της ΕΕ- 27 μειώθηκε κατά 25% περίπου σύμφωνα με τη Eurostat. Αυτό αντιστοιχεί σε 3,7 εκατ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αντίστοιχα, στην ΕΕ-15 η μείωση ανήλθε σε 17% ενώ στα 12 νέα κράτη – μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ μεταξύ 2004 και 2007 σε 31%. Τη μικρότερη μείωση 2,6% εμφάνισε η χώρα μας και τη μεγαλύτερη η Εσθονία 55%.

Το πραγματικό αγροτικό εισόδημα την ίδια χρονική περίοδο αυξήθηκε κατά μέσο όρο 5% στην ΕΕ-27. Στην ΕΕ-15 μειώθηκε κατά 10% ενώ αυξήθηκε θεαματικά, 61%, στα δώδεκα νέα κράτη – μέλη. Η ελληνική ύπαιθρος σήμερα χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά όπως μικρού ή μεσαίου μεγέθους εκμεταλλεύσεις, εργατικό δυναμικό που αποτελείται από άτομα μεγάλης ηλικίας, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της μη αποκλειστικής απασχόλησης στον τομέα αυτό. Σημαντικός αριθμός αλλοδαπών απασχολείται στη γεωργία καλύπτοντας έτσι το ηλικιακό έλλειμμα. Η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού οφείλεται κατά ένα μέρος στο γενικότερο δημογραφικό πρόβλημα, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά της Γηραιάς Ηπείρου και κατά ένα εξίσου σημαντικό μέρος στην έλλειψη ενδιαφέροντος απασχόλησης στον αγροτικό τομέα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat έτους 2007, το 34% των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ-27 είναι άνω των 65 ετών ενώ μόνο το 6,1% είναι κάτω των 35 ετών. Αντίστοιχα, στη χώρα μας 37% των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι άνω των 65 ετών και 7% είναι κάτω των 35 ετών. Παράλληλα, οι επαγγελματίες αγρότες αποτελούν μειοψηφία, αναδεικνύοντας ανάγκες πλήρους απασχόλησης σε άλλους τομείς .



Στόχος η βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας σε μία αναπτυγμένη οικονομικά και κοινωνικά ύπαιθρο

Οι αγρότες βγαίνουν μπροστά

Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται πόσο σημαντική είναι η επιδίωξη της βιωσιμότητας της ελληνικής γεωργίας και της ανάπτυξης της υπαίθρου. Η αγροτική ανάπτυξη, είτε με τη στενή έννοια της αγροτικής ανάπτυξης – γεωργικής παραγωγής, είτε με την ευρύτερη έννοια της ανάπτυξης της υπαίθρου συμπεριλαμβανομένων και των παράπλευρων δραστηριοτήτων (όπως ο αγροτουρισμός), παραμένει σημαντική όχι μόνο για την οικονομία αλλά και την κοινωνία και τον πολιτισμό.

Ο αγρότης του σήμερα απαιτείται να είναι αγρότης κατ’ επιλογή και όχι ο αγρότης των παλαιοτέρων γενιών που βρέθηκε σε μια γεωγραφική θέση σε αγροτική περιοχή και άσκησε το επάγγελμα που του δίδαξαν οι προηγούμενοι.

Το περιβάλλον και οι φυσικοί πόροι αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής υπαίθρου. Απαιτείται όμως η σωστή διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία προϋποθέτει εκπαιδευμένους και ενημερωμένους αγρότες, καθώς και σύγχρονους ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Υπό την επίδραση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας, διαμορφώνεται ένα νέο διεθνές πλαίσιο για τη γεωργία, το οποίο χαρακτηρίζεται από την απελευθέρωση των διεθνών αγορών, τη σταδιακή μείωση της αγροτικής απασχόλησης, την αύξηση της παραγωγικότητας λόγω νέων τεχνολογιών, τη διόγκωση της ανεργίας και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, καθώς και τον περιορισμό της εσωτερικής προστασίας του εθνικού και ευρωπαϊκού αγροτικού τομέα. Ένα διαφορετικό περιβάλλον που ίσως να εγκυμονεί κινδύνους και για το λόγο αυτό απαιτείται έγκαιρη προσαρμογή και παράλληλα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Οι αγρότες αποτελούν ίσως τη μόνη μικρομεσαία επαγγελματική τάξη στην E.E. και στη χώρα μας που προστατεύεται από αξιοσέβαστο ετήσιο εισοδηματικό δίχτυ ασφαλείας. Το κύριο πρόβλημα όμως των Ελλήνων αγροτών είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της γεωργίας, προϊόν εγχώριων διαρθρωτικών αδυναμιών σε σχέση κυρίως με την παραγωγική και εμπορική τους οργάνωση, την τεχνογνωστική τους στήριξη, τον σαφή προσδιορισμό και την αναβάθμιση του αγροτικού επαγγέλματος, με σχέδιο και στοχευμένες υλικές και άυλες επενδύσεις.

Η αγροτική ανάπτυξη δεν είναι ένα θέμα που αφορά τις κατ’ εξοχήν αγροτικές περιοχές αλλά ένα γενικότερο θέμα πολιτικής. Η βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας σε μια αναπτυγμένη ύπαιθρο αφορά όλους. Η οικονομική ανάπτυξη του αγροτικού τομέα είναι μια αναγκαιότητα που πηγάζει από την υλοποίηση του στόχου που είναι η διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και ενός φάσματος δραστηριοτήτων σε αγροτικές μειονεκτικές, ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Η ενίσχυση της εκπαίδευσης και η δημιουργία συνεχούς ροής πληροφορίας στους απασχολούμενους και ιδιαίτερα στους νέους αγρότες θα καταστήσει δυνατή την επίτευξη του στόχου.

Παράλληλα, η ανάπτυξη της υπαίθρου προϋποθέτει, ιδιαίτερα για τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών υποδομών για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο ποιότητας ζωής για τους κατοίκους της υπαίθρου, την εξασφάλιση συνθηκών ώστε η ύπαιθρος να αποτελεί τόπο αναψυχής και ξεκούρασης για τους κατοίκους των αστικών κέντρων με παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών (αγροτουρισμός), την προώθηση συνδυασμού οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε να επιτυγχάνεται η ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου και να περιορίζονται οι κίνδυνοι.

Βασική προϋπόθεση όμως για τη χάραξη, τον προγραμματισμό και την εφαρμογή μιας στοχευμένης στρατηγικής, καθώς και την επιτυχία αυτών είναι να προσδιοριστεί ο προς επίτευξη στόχος:

Μια γεωργία που θα είναι ανταγωνιστική στις παγκόσμιες αγορές, θα συμμορφώνεται προς πολύ αυστηρά πρότυπα προστασίας του περιβάλλοντος, ασφάλειας των τροφίμων και καλής μεταχείρισης των ζώων, στα πλαίσια μιας αειφόρου και δυναμικής αγροτικής οικονομίας και για το σκοπό αυτό η προσπάθεια να είναι συλλογική.

Περιβάλλον

Η γεωργία και η φύση αλληλοεπηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό. Με το πέρασμα του χρόνου η γεωργία συνέβαλε στη δημιουργία και στη διατήρηση μιας ποικιλίας πολύτιμων οικοτόπων οι οποίοι σήμερα στεγάζουν μια πλούσια ποικιλία άγριων ζώων και φυτών. Στην Ευρώπη, οι αγροτικές περιοχές εκ των οποίων οι μισές καλλιεργούνται καλύπτουν το 90% του εδάφους. Από αυτό το γεγονός και μόνο προκύπτει η σημασία της γεωργίας για το φυσικό περιβάλλον, αλλά και η ανάγκη διασφάλισης της προστασίας του περιβάλλοντος για τις μελλοντικές γενιές. Επίσης, οι κλιματικές αλλαγές μεταβάλλουν το φυσικό και το οικονομικό περιβάλλον άσκησης αγροτικής δραστηριότητας. Οι κλιματικές αλλαγές και το φαινόμενο του θερμοκηπίου επηρεάζουν ιδιαίτερα. Η προσπάθεια αποτροπής των επιπτώσεων στον άνθρωπο, στην αγροτική παραγωγή, στη βιοποικιλότητα και στο περιβάλλον αποτελούν μείζον θέμα. Η λειψυδρία και η ξηρασία επηρεάζουν αρνητικά τον αγροτικό τομέα. Ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω αύξησης της θερμοκρασίας οδηγούν στην ερημοποίηση αγροτικών εκτάσεων.

Η περιβαλλοντική υποβάθμιση εκφράζεται μέσω της ρύπανσης υδάτων, της διάβρωσης και της ρύπανσης του εδάφους, της σπατάλης των υδάτινων πόρων, της αλόγιστης χρήσης αγροχημικών προϊόντων και της μείωσης της βιοποικιλότητας.

Η ενεργειακή κρίση και η παραγωγή βιοκαυσίμων δίνουν νέα διάσταση στην παραγωγή.